- επίδειγμα
- ἐπίδειγμα, τὸ (Α) [επιδεικνύω]1. υπόδειγμα, πρότυπο («σοφίας πλείστης ἐπίδειγμα», Πλάτ.)2. αξιόλογο, χαρακτηριστικό μάθημα («καλὸν δ’ ἐπίδειγμα καὶ τοῦτο λέγεται κῦρος ἐπιδεῖξαι Κροίσῳ», Ξεν.)3. σημάδι («ἣν [ὑδρίαν] οὐχ ὡς ἀνάθημα Θεοῡ καλόν, ἀλλ’ ἐπίδειγμα χειμῶνος μεγάλου θῆχ’ ἱερεὺς Στρατίος», Στράβ.)4. επιδεικτική πράξη, επίδειξη.
Dictionary of Greek. 2013.